- ὀσφῦν
- ὀσφύςfem acc sgὀσφύςfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀσφύν — ὀσφύ̱ν , ὀσφύς fem acc sg ὀσφύς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Codex Bezae — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 05 A sample of the Greek text from the Codex Bezae … Wikipedia
CAUDA — in aliis animalibus Hebraice Zanab; in ove Aliah, dicitur, voce maxime propriâ. Exodi c. 29. v. 22. Et capies ex ariete adipem et caudam. Et Levit. c. 3, v. 9. de agno, qui offertur in sacrificium Eucharisticum, caudam integram usque ad cocoygem … Hofmann J. Lexicon universale
LUMBUS — a lubedine, Isid. virium sedes in animali. Nahum. c. 2. v. 1. confirma lumbos. Et Ps. 69. v. 24. fac ut Lumbi eorum iugiter nutent. Hinc Roboam Idaeis, Minimus, inquit, digitus meus crassior est lumbis patris mei: et elumbis vulgo pro debili. Hos … Hofmann J. Lexicon universale
ληκίνδα — (Α) φρ. «ληκίνδα παίζειν» παίζω με χρόνο, κρατώ τον χρόνο χτυπώντας στο τύμπανο τα δάχτυλα («ὁ δὴ ληκίνδα ἔπαιζεν, ἄλλος ἐρρικνοῡτο σὺν γέλωτι τὴν ὀσφῡν», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληκ τού ληκάω + κατάλ. ίνδα (πρβλ. ελκυστ ίνδα, κρυπτ ίνδα). Ο… … Dictionary of Greek
οκέλλω — ὀκέλλω (Α) 1. (για ναύτη) ρίχνω το πλοίο στην ξηρά 2. (για πλοίο) πέφτω στην ξηρά, προσαράζω 3. μτφ. φτάνω («ἄλγημα... ἐς γλουτὸν ἢ ὀσφὺν ὀκέλλει», Αρετ.) 4. (με ηθ. σημ.) παραστρατώ («ὤκειλαν εἰς πολυτελῆ δίαιταν ἐκ τῆς παλαιᾱς σωφροσύνης»,… … Dictionary of Greek
οσφύς — (ΑΜ ὀσφύς, ύος, Α και ὀσφῡς) 1. η οπίσθια χώρα τών κοιλιακών τοιχωμάτων δεξιά και αριστερά τής σπονδυλικής στήλης κάτω από το σύστοιχο ημιθωράκιο και πάνω από τη λαγόνια ακρολοφία, η μέση («τῶν δ ὄπισθεν διάζωμα μὲν ή ὀσφύς ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔχει» … Dictionary of Greek
προαλγώ — έω, Α 1. αισθάνομαι πόνο από πριν, μέ πιάνουν οι πόνοι πριν να συμβεί κάτι («καὶ ὅσαι μὲν τήν ὀσφὺν προαλγοῡσι», Αριστοτ.) 2. αγωνιώ προαισθανόμενος κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀλγῶ «πονώ, υποφέρω»] … Dictionary of Greek
ώρη — (I) ἡ, Α ιων. τ. βλ. ώρα. (II) ή ὤρη, ἡ, Α ιων. τ. (σχετικά με θυσία) μέλος θύματος («λάψεται γλῶσσαν, ὀσφῡν δασέαν, ὤρην», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ἄωρος (II)]. (III) ἡ, Α (ιων. και ποιητ. τ.) βλ. ὤρα … Dictionary of Greek